ἐννοήσῃ

ἐννοήσῃ
ἐννοήσηι , ἐννόησις
consideration
fem dat sg (epic)
ἐννοέω
have in one's thoughts
aor subj mid 2nd sg
ἐννοέω
have in one's thoughts
aor subj act 3rd sg
ἐννοέω
have in one's thoughts
fut ind mid 2nd sg
ἐννοέω
have in one's thoughts
aor subj mid 2nd sg
ἐννοέω
have in one's thoughts
aor subj act 3rd sg
ἐννοέω
have in one's thoughts
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εννόηση — η (AM ἐννόησις) [εννοώ] η ενέργεια τού εννοώ νόηση, σκέψη, διανόηση, αντίληψη, παρατήρηση («προς μαθήσεις και εννοήσεις και μελετάς», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • παρεννόηση — η παρανόηση, εσφαλμένη αντίληψη, παρεξήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εννόηση. Η λ., στον λόγιο τ. παρεννόησις, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”